15 Ιαν 2009

Αρχαιολογικά Ινστιτούτα: παρόν και μέλλον.

Το 2003 ιδρύθηκαν σύμφωνα με το ΠΔ 191/2003 από το YΠ.ΠΟ. έξι Αρχαιολογικά Ινστιτούτα που το καθένα καλύπτει και μια περιφέρεια, δηλαδή τη Μακεδονία και Θράκη, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, το Αιγαίο, την Κρήτη και την Πελοπόννησο.
Σύμφωνα με το ΠΔ, η δραστηριότητα των Ινστιτούτων γενικά
«αφορά στη μελέτη και δημοσίευση υλικού περαιωθεισών ή μη ανασκαφών, για τη δημοσίευση του οποίου δεν υπάρχει δήλωση ενδιαφέροντος κατά τις διατάξεις του Ν. 3028/2002»
και ειδικότερα:
«Τα Αρχαιολογικά Ινστιτούτα συγκροτούνται από τα 1) Τμήμα Έρευνας, στο οποίο υπάγονται η μελέτη και δημοσίευση του υλικού παλαιών ανασκαφών, η οργάνωση προγραμμάτων για τη δημιουργία corpora των μνημείων, η συνεργασία με επιστημονικά ιδρύματα της ημεδαπής και αλλοδαπής με σκοπό την ανάληψη επιστημονικών - ερευνητικών προγραμμάτων για μελέτη και δημοσίευση διαφόρων θεμάτων, η επιδίωξη ευρωπαϊκών προγραμμάτων έρευνας, η οργάνωση και λειτουργία βιβλιοθήκης. 2) Τμήμα Υποστήριξης της Έρευνας, στο οποίο υπάγονται η συντήρηση και αποκατάσταση ευρημάτων παλαιών ανασκαφών, καθώς και η αποτύπωση και φωτογράφηση και σχεδίαση αυτών και των προερχομένων από αυτές ευρημάτων. 3) Τμήμα Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης…».

Τα Ινστιτούτα αυτά ήρθαν λοιπόν να καλύψουν κυρίως ένα κενό της ελληνικής Αρχαιολογίας, δηλαδή την συντήρηση, μελέτη και δημοσίευση ευρημάτων παλιότερων ανασκαφών, τα οποία έμεναν για χρόνια παρατημένα στις αποθήκες των εφορειών. Παράλληλα να συντάξουν μελέτες πιο γενικές και συνθετικές για τα μνημεία της περιφέρειας που τα αφορά, αλλά και να πραγματοποιήσουν ερευνητικά προγράμματα με άλλους φορείς, όπως τα πανεπιστήμια και τις τοπικές εφορείες.

Ποιο είναι το έργο των Ινστιτούτων αυτών έως σήμερα; Δύσκολο να γνωρίζει κανείς καθώς η πληροφόρηση για το έργο τους στο ευρύ κοινό είναι ανύπαρκτη έως ανεπαρκής ή γνωστή μόνο στους αρχαιολογικούς κύκλους.
Αναφέρω ενδεικτικά την συμμετοχή στη διοργάνωση συνεδρίων (όπως του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου με τίτλο «Νομισματική και Οικονομική Ιστορία στην Ήπειρο κατά την Αρχαιότητα» του Ινστιτούτου Ηπειρωτικών Σπουδών το 2007 και το συνέδριο για τη «Διάσωση και προβολή της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς των μεγάλων νησιών της Μεσογείου» το 2005 του Ινστιτούτου Αιγαιακών Σπουδών) καθώς και την εκτέλεση συστηματικών ανασκαφών, όπως αυτής της αρχαίας Ακάνθου στην Χαλκιδική από το Ινστιτούτο Μακεδονικών και Θρακικών Σπουδών. Μια ανακοίνωση για το έργο του Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών έγινε και κατά το 2ο Συνέδριο για το Αρχαιολογικό Έργο στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα το 2006.

Θεωρώ ότι τα Ινστιτούτα αυτά αποτελούν μια ευκαιρία για την ελληνική Αρχαιολογία.
Το πλεονέκτημά τους είναι ότι βασικό μέλημά τους είναι η έρευνα, χωρίς τις διοικητικές και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις των εφορειών και το εκπαιδευτικό κομμάτι των πανεπιστημίων. Λειτουργούν επίσης συμπληρωματικά στο έργο των εφορειών καθώς ασχολούνται με ευρήματα παλαιών ανασκαφών, που σε άλλη περίπτωση θα έμεναν ξεχασμένα. Και τέλος μπορούν να αναλάβουν ερευνητικά προγράμματα με συνεργασίες, αλλά και να εκπονήσουν μελέτες συνθετικές των περιφερειών τους, συνδέοντας το αποσπασματικό έργο που - εκ των πραγμάτων -πραγματοποιούν οι εφορείες μιας περιφέρειας.

Όσον αφορά το προσωπικό, θα ήταν ευχής έργον αν στελεχώνονταν όχι μόνο από μόνιμους αρχαιολόγους της υπηρεσίας αλλά και από υποψήφιους διδάκτορες και μεταδιδάκτορες από το εσωτερικό και το εξωτερικό, στα πρότυπα ερευνητικών ινστιτούτων της Ελλάδας και της Ευρώπης.

Όλα αυτά βέβαια εάν τηρούνται προϋποθέσεις όπως η αξιοκρατία, η αυτονομία και βέβαια η χρηματοδότηση (κρατική, ιδιωτικών φορέων και ιδρυμάτων) που θα συνοδεύονται από αυστηρές διαδικασίες αξιολόγησης του έργου τους.

Αλλά κυρίως αν υπάρχει οργάνωση, σχέδιο και πολιτική βούληση για να λειτουργήσουν σωστά τα Ινστιτούτα αυτά και να μην καταλήξουν παραρτήματα των εφορειών και τόπος τακτοποίησης ημετέρων.